- επιεικτός
- ἐπιεικτός, -ή, -όν και ἐπίεικτος, -ον (Α)1. ενδοτικός, υποχωρητικός («μένος ἐστὶν ἀάσχετον, οὐκ ἐπιεικτόν», Ομ. Ιλ.)2. ανεκτός, υποφερτός («ἵνα ἔργα γελαστά καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε», Ομ. Οδ.)3. (με δοτ.) αρμόδιος, κατάλληλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εικ-τός (< είκω «υποχωρώ, οπισθοχωρώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.